- θρόος
- θρόος1 murmur (of voices), music ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (Er. Schmid: ὕμνων θρόον codd.) N. 7.81
ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.36
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.36
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θρόος — θρόος, ὁ (Α) βλ. θρους … Dictionary of Greek
θρόος — noise masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θροῦς — θρόος noise masc acc pl (attic) θρόος noise masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόον — θρόος noise masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόου — θρόος noise masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόθροος — ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, ουν, ΜΑ χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θροος / θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό θροος / θρους, οἰωνό θροος] … Dictionary of Greek
μελίθροος — μελίθροος, ον και μελίθρους, ουν (Α) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ θροος, οιωνό θροος] … Dictionary of Greek
μιξόθροος — μιξόθροος, ον (Α) αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. τού θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπό θροος] … Dictionary of Greek
πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] … Dictionary of Greek
τηλύθροος — και τηλέθροος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀξύφωνος, μεγαλόφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τηλέθροος (< τηλ[ε] * + θροος [< θροῦς «θόρυβος»]), πρβλ. κακό θροος] … Dictionary of Greek
όθροον — ὄθροον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόφωνον, σύμφωνον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + θροος (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. ετερό θροος] … Dictionary of Greek